- ὀλισθήσεως
- ὀλισθήσεω̆ς , ὀλίσθησιςslipping and fallingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυλισιοτριβέας — ο (μηχανολ.) όργανο που παρεμβάλλεται μεταξύ εδράνου και άξονα ενός στρεφόμενου μηχανικού συστήματος κατά τρόπο ώστε στη σχετική τους κίνηση να υπάρχει τριβή κυλίσεως και όχι τριβή ολισθήσεως, κν. ρουλεμάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλισις + τριβή. Η λ.… … Dictionary of Greek
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
έδρανο ολίσθησης — Μηχανικό όργανο. Προορίζεται να συγκρατεί τα κινούμενα όργανα των μηχανών και να ελαττώνει τις τριβές που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Το έ.ο. έχει δακτυλιοειδές σχήμα και απαρτίζεται συνήθως από δύο μέρη, ώστε να διευκολύνεται η αλλαγή του. Βασικά … Dictionary of Greek
πλαστική χειρουργική — Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι… … Dictionary of Greek